- κερατοειδεῖς
- κερατοειδήςlike hornmasc/fem acc plκερατοειδήςlike hornmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
ακανθόφις — (acanthophis). Φίδι της ομοιογένειας των προτερογλύφων οφιδίων που ανήκουν στην οικογένεια των ελαπιδών. Το μήκος του σώματός του φτάνει το 1 μ., το κεφάλι του είναι πλατύτερο από τον λαιμό του και στο πίσω μέρος του καλύπτεται από ομοιόμορφες… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)